- βαθυκτέανος
- βᾰθῠ-κτέᾰνος, ον,A with great possessions, wealthy,
Μῆδοι Eleg.Alex.Adesp.2.13
;τύχη AP10.74
(Paul. Sil.);ῥέεθρον Nonn.D.12.126
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Μῆδοι Eleg.Alex.Adesp.2.13
;τύχη AP10.74
(Paul. Sil.);ῥέεθρον Nonn.D.12.126
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθυκτέανος — βαθυκτέανος, ον (Α) με μεγάλα, πλούσια κτήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτέανον, συνήθως στον πληθ. κτέανα («κτήματα, περιουσία») < κτώμαι ( άομαι) «αποκτώ»] … Dictionary of Greek
βαθυκτεάνοιο — βαθυκτέανος with great possessions masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκτεάνοισιν — βαθυκτέανος with great possessions masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκτεάνων — βαθυκτέανος with great possessions masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυκτεάνῳ — βαθυκτέανος with great possessions masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek